- μετασκηνώ
- μετασκηνῶ, -όω (Α)μεταφέρω τη σκηνή ή την κατοικία μου σε άλλο τόπο ή μεταβαίνω σε άλλη σκηνή ή κατοικία, μετοικώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετασκηνῶ — μετασκηνόω shift an encampment pres subj act 1st sg μετασκηνόω shift an encampment pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασκήνωμα — μετασκήνωμα, τὸ (Μ) [μετασκηνώ] νέος τόπος διαμονής … Dictionary of Greek
μετασκήνωσις — μετασκήνωσις, ἡ (Μ) [μετασκηνώ] μετάθεση τής σκηνής σε άλλο τόπο, μετακόμιση, μετοίκηση … Dictionary of Greek